-
1 μαραινω
(pf. pass. μεμάρασμαι и μεμάραμμαι)1) тушить, гасить(ἀνθρακιήν HH.)
; pass. гаснуть, затухать, замирать(φλὸξ ἐμαρανθη Hom.; μαραίνεται ἥ κίνησις Arst.)
τὸ νοεῖν μαραίνεται Arst. — рассудок слабеет;πνεῦμα μαραίνεται Plut. — ветер затихает2) изнурять, иссушать, истощать(νόσος μαραίνει με Aesch.)
; губить, уничтожать(τινὰ διώγμασι Aesch.; ψυχήν Plat.)
3) pass. увядать(δάφναι μεμαραμμέναι Plut.)
4) ( о реках) пересыхать(τοῦ θέρεος Her.)
5) перен. сохнуть, чахнуть, угасать, гибнуть(νόσῳ Eur.)
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek